- ἱππιατρός
- ἱππιατρόςveterinary surgeonmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιππίατρος — ο (ΑΜ ἱππίατρος, Α και ἱππιατρός, Μ και ἱπποϊατρός) ο ειδικός στη θεραπεία τών ίππων, γιατρός τών αλόγων … Dictionary of Greek
ἱππιατροῦ — ἱππιατρός veterinary surgeon masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππιατρούς — ἱππιατρός veterinary surgeon masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππιατρῷ — ἱππιατρός veterinary surgeon masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππιατρόν — ἱππιατρός veterinary surgeon masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
albéitar — (del ár. and. «albáyṭar», cl. «bayṭār», y éste del gr. «hippiatrós») m. Veterinario. * * * albéitar. (Del ár. hisp. albáyṭar, este del ár. clás. bayṭar o bayṭār, y este del gr. ἱππιατρός). m. veterinario (ǁ hombre que ejerce la veterinaria) … Enciclopedia Universal
ιατρός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ήρωας της αρχαίας Αθήνας ο οποίος είχε θεραπευτικές ιδιότητες. Επονομαζόταν ο εν άστει για να διακρίνεται από τον εν Μαραθώνι, που λατρευόταν στην Ελευσίνα και ήταν γνωστός και με το όνομα Αριστόμαχος. Το ιερό του Ι.… … Dictionary of Greek
ιππ(ο)- — (ΑΜ ἱππ[ο]) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα… … Dictionary of Greek
ιππιατρικός — ή, ό (ΑΜ ἱππιατρικός, ή, όν, Μ θηλ. και ἱπποϊατρική) [ιππίατρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θεραπεία τών αλόγων 2. το θηλ. ως ουσ. η ιππιατρική κλάδος τής κτηνιατρικής που έχει αντικείμενο τη διάγνωση και θεραπεία διαφόρων παθήσεων που… … Dictionary of Greek
ιπποΐατρος — ἱπποΐατρος, ὁ (Μ) βλ. ιππίατρος … Dictionary of Greek